αστραφτερός

αστραφτερός
η , ό блестящий, сверкающий; сияющий (тж. перен. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αστραφτερός" в других словарях:

  • αστραφτερός — ή, ό 1. αυτός που αστράφτει, που λαμποκοπάει 2. (για νερό) ο καθαρός, ο διαυγής …   Dictionary of Greek

  • αστραφτερός — ή, ό αυτός που λαμποκοπά: Την είδε μέσα σ ένα μεγάλο, αστραφτερό αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • φορκός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν (κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • έλλαμπρος — ἔλλαμπρος, ον (Μ) λαμπερός, αστραφτερός …   Dictionary of Greek

  • αίθοψ — αἶθοψ ( οπος), ο, η (Α) 1. ο όμοιος με φωτιά, πυρώδης, πύρινος 2. (για μέταλλα) αστραφτερός, λαμπερός 3. (για κρασί) σπινθηροβόλος ή αφρώδης 4. (για καπνό) ο ανάμικτος με φλόγες 5. σκοτεινός, σκούρος 6. ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω ή… …   Dictionary of Greek

  • αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… …   Dictionary of Greek

  • αίτουλας — και αιτούλακας, ο είδος νυφίτσας, μουστέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < αρχ. επίθ. αἴθων* «λαμπερός, αστραφτερός»] …   Dictionary of Greek

  • αιγλήεις — αἰγλήεις, εσσα, ῆεν (Α) [αἴγλη] 1. ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) αἰγλῆεν λαμπρά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»